- Ναύκρατις
- Ναύκρᾰτις, ιος or εως, ἡ, Naucratis in Egypt, Hdt.2.97; [full] Ναυκρατίτης [ῑ], ου, ὁ, <*> Naucratite, Call.Epigr.40, Str.17.1.33; στέφανος N.,A = σάμψυχος, Anacr.83:—Adj. [full] Ναυκρατῑτικός, ή, όν, D.24.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.